- ενανθρωπίζομαι
- ενανθρωπίζομαι, ενανθρωπίστηκα, ενανθρωπισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ενανθρωπίζομαι — αμτβ. (για το Θεό), ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο, παίρνω ανθρώπινη μορφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενανθρωπώ — ( έω) (AM ἐνανθρωπῶ) ένανθρωπίζω, ενανθρωπίζομαι, παίρνω φύση και μορφή ανθρώπου, ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο («προσεκύνησαν Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα», Μηναία, Απόστ.) … Dictionary of Greek